- τροπομάσθλης
- τροπομάσθλης, ητος, ὁ,A supple cringing fellow—a word ridiculed by Luc.Pseudol.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροπομάσθλης — ὁ, Α άνθρωπος με ασταθή και πανούργο χαρακτήρα, ανάξιος εμπιστοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + μάσθλης «πανούργος, απατεώνας»] … Dictionary of Greek
τροπομάσθλητας — τροπομάσθλης supple cringing fellow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)